
Οι ερευνητές επιστράτευσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 4.395 ζευγάρια, τα οποία είχαν τότε ηλικία 45 έως 64 ετών, και άρχισαν να τα παρακολουθούν. Μέχρι το 2004 κατέγραφαν πότε πέθαινε ο ένας σύντροφος και μετά παρακολουθούσαν τη θνησιμότητα στον άλλο.Όπως διαπίστωσαν, στην τριαντακονταετία που μεσολάβησε, οι γυναίκες που έχασαν τους συντρόφους τους ήταν διπλάσιες από τους άντρες οι οποίοι έχασαν τις συζύγους τους.Τους πρώτους έξι μήνες έπειτα από τον θάνατο του ή της συντρόφου, ο κίνδυνος θανάτου από κάθε αιτία ήταν αυξημένος, ενώ για πέντε χρόνια έπειτα από το θλιβερό συμβάν όσοι και όσες έμειναν πίσω είχαν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν καρδιολογικά προβλήματα.Οι συσχετίσεις αυτές παρέμειναν αναλλοίωτες, ακόμα και όταν οι ερευνητές συνυπολόγισαν συνήθειες του τρόπου ζωής και προβλήματα υγείας που επηρεάζουν τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές νόσου (όπως το κάπνισμα και η υπέρταση, αντιστοίχως).Ωστόσο, όπως γράφουν οι ερευνητές στο σχετικό άρθρο τους, ο αυξημένος κίνδυνος θανάτου του συντρόφου που έμενε πίσω αφορούσε και άλλες ασθένειες ή καταστάσεις, όπως όλες τις μορφές καρκίνου (ιδίως τους καρκίνους που σχετίζονται με το κάπνισμα, πλην του καρκίνου του πνεύμονος) και τα ατυχήματα ή τη βία.
Το συμπέρασμά τους ήταν ότι τελικά το πένθος όντως επηρεάζει τον κίνδυνο θανάτου – και η επίδραση αυτή είναι πολύ επίμονη.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα ευρήματα της νέας μελέτης είναι αναμενόμενα, διότι όταν ένα ζευγάρι είναι μαζί πολλά χρόνια, ο ένας αδυνατεί να ζήσει δίχως τον άλλον.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, πολλοί αρχίζουν να καπνίζουν περισσότερο, να πίνουν περισσότερο και να μην τρώνε – ή, σπανιότερα, να τρώνε πολύ άσχημα. Και όλ’ αυτά, που έχουν να κάνουν με το πώς διαχειρίζεται κανείς το πένθος, έχουν σοβαρές συνέπειες στην υγεία.